- ταραχάς
- ταραχά̱ς , ταραχήdisorderfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обыкноути — ОБЫКН|ОУТИ (45), ОУ, ЕТЬ гл. 1.Πривыкнуть, приучиться к чему л.: прп(д)бьныи же антонии ˫ако же бѣ обыклъ ѥдинъ жити ЖФП XII, 35в; и не ˫ако пь˫аничивъ бѣ правьдникъ. нъ не ѡбыклъ виньнаго пити˫а. СбТр XII/XIII, 148; себе бо съ бра(т)ѥю постѧщасѧ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προαναστέλλω — ΜΑ αναχαιτίζω, συγκρατώ εκ τών προτέρων («τὰς ταραχὰς προαναστέλλων τῆς ἐκκλησίας», Σάθ.) αρχ. παθ. προαναστέλλομαι (στη χειρουργική) χαράσσομαι, ανοίγομαι για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναστέλλω «αναχαιτίζω, συγκρατώ»] … Dictionary of Greek
συνδιαλύω — ΜΑ παθ. συνδιαλύομαι α) διαλύομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον αρχ. 1. καταπαύω κάτι μαζί με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.) 2. μέσ. συνεισφέρω και εγώ στην… … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek